μακροκαταληκτώ

μακροκαταληκτώ
(ε) αμετ. грам, оканчиваться на долгий гласный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μακροκαταληκτώ" в других словарях:

  • μακροκαταληκτώ — (AM μακροκαταληκτῶ, έω) [μακροκατάληκτος] (για λέξη) είμαι μακροκατάληκτος, καταλήγω σε μακρά συλλαβή …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»